Άρθρο στο Ένθετο της Εφημερίδας των Συντακτών «43 Χρόνια η Ελλάδα στην Ε.Ε.: Το «παλμογράφημα» μιας ταραχώδους σχέσης», 8 Ιουνίου 2024.
Ι. Εισαγωγή
Η συμμετοχή της Ελλάδας στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είχε ως συνέπεια τη σταδιακή απεμπόληση της δυνατότητας άσκησης εθνικά ανεξάρτητης εμπορικής, νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής, ενώ έχουν τεθεί ασφυκτικά πλαίσια και στη δυνατότητα άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής λόγω των περιορισμών που απορρέουν από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Περαιτέρω, λόγω της ύπαρξης ελευθερίας κίνησης κεφαλαίων και εργατικού δυναμικού, απεμπολείται εμμέσως η δυνατότητα άσκησης και του τελευταίου διαθέσιμου μέσου άσκησης οικονομικής πολιτικής, ήτοι της εισοδηματικής πολιτικής, καθώς δημιουργείται, εντός της οικονομικής ένωσης, η τάση διαμόρφωσης ενός ενιαίου επιτοκίου (ή ποσοστού κέρδους) και ωρομισθίου. Εξαιτίας των παραπάνω, οι σχέσεις ανισόμετρης ανάπτυξης μεταξύ των εθνικών οικονομιών εντείνονται, με τη θέση των λιγότερο τεχνολογικά προηγμένων οικονομιών στο διεθνές οικονομικό σύστημα να υποβαθμίζεται. Έτσι, υπό αυτές τις συνθήκες, η μελέτη της εξέλιξης του ρόλου μιας εθνικής οικονομίας στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας καθίσταται ιδιαίτερα σημαντικός καθώς αντικατοπτρίζει τόσο τις δυνατότητες όσο και τις προοπτικές της.
Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι η παρουσίαση της εξέλιξης της συμμετοχής της ελληνικής οικονομίας στις Παγκόσμιες Αλυσίδες Αξίας (ΠΑΑ). Με τον όρο ΠΑΑ, εννοούμε τις σχέσεις ανταλλαγών προστιθέμενης αξίας που συνδέουν τις διάφορες εθνικές οικονομίες και απορρέουν από το διεθνικό εμπόριο. Μέσω του εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών, οι εθνικές οικονομίες ανταλλάσσουν, με έμμεσο τρόπο, τα εισοδήματα (προστιθέμενη αξία) που είναι ενσωματωμένα σε αυτά. Επειδή, κατά κανόνα, τα αγαθά και υπηρεσίες που ανταλλάσσονται στη διεθνή αγορά έχουν παραχθεί με τη χρήση τόσο ημεδαπών όσο και αλλοδαπών εισροών, ενσωματώνουν τόσο ημεδαπή όσο και αλλοδαπή προστιθέμενη αξία, καθιστώντας έτσι τις διεθνικές οικονομικές σχέσεις εξαιρετικά πιο πολύπλοκες από αυτές που αποτυπώνονται στα συμβατικά μέτρα του διεθνούς εμπορίου, όπως, π.χ. το ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών. Η διερεύνηση αυτών των πολύπλοκων σχέσεων έχει καταστεί εφικτή τα τελευταία χρόνια μέσω της χρήσης του μεθοδολογικού εργαλείου της «Ανάλυσης Εισροών-Εκροών». Ο σύγχρονος θεμελιωτής της Ανάλυσης Εισροών-Εκροών θεωρείται ο Wassily Leontief (Νόμπελ Οικονομικής Επιστήμης 1973), ο οποίος ανέπτυξε αυτό το εργαλείο για τη μελέτη των διακλαδικών σχέσεων εντός μιας εθνικής οικονομίας μέσω της κατασκευής εθνικών πινάκων εισροών-εκροών. Η κατασκευή τα τελευταία χρόνια των λεγόμενων «διεθνικών πινάκων εισροών-εκροών», έχει καταστήσει εφικτή τη διεύρυνση του συστήματος που ανέπτυξε ο Leontief για τη μελέτη των διεθνικών διακλαδικών σχέσεων. Στη βάση, λοιπόν, αυτού του διευρυμένου συστήματος εισροών-εκροών δύναται να αναλυθούν οι ανταλλαγές προστιθέμενης αξίας μεταξύ των εθνικών οικονομιών και, έτσι, να καταλήξουμε σε ορισμένα συμπεράσματα για το ρόλο μιας εθνικής οικονομίας στις ΠΑΑ.
ΙΙ. Η Συμμετοχή της Ελληνικής Οικονομίας στις Παγκόσμιες Αλυσίδες Αξίας
Στα επόμενα παρουσιάζουμε και αναλύουμε, μέσω διαγραμμάτων, την εξέλιξη ορισμένων κομβικών δεικτών που αφορούν τη συμμετοχή της ελληνικής οικονομίας στις ΠΑΑ κατά την περίοδο 1995-2020, οι οποίοι έχουν αντληθεί και επεξεργαστεί από τη σχετική βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ (Trade in ValueAdded-TiVA).
Στο Διάγραμμα 1 αποτυπώνεται η εξέλιξη της λεγόμενης «προς τα πίσω» συμμετοχής της ελληνικής οικονομίας στις ΠΑΑ. Η «προς τα πίσω» συμμετοχή μιας εθνικής οικονομίας στις ΠΑΑ ορίζεται ως ο λόγος της αλλοδαπής προστιθέμενης αξίας που είναι ενσωματωμένη στις εξαγωγές της υπό εξέταση οικονομίας προς την αξία των συνολικών εξαγωγών αυτής της οικονομίας. Συνεπώς, πρόκειται για έναν δείκτη ο οποίος μας δείχνει το βαθμό στον οποίο ο εξαγωγικός τομέας μιας οικονομίας εξαρτάται από αγορές εισροών από την αλλοδαπή.

Διάγραμμα 1: «Προς τα Πίσω» Συμμετοχή (%) της Ελλάδας στις Παγκόσμιες Αλυσίδες Αξίας, 1995-2020
Πηγή: ΟΟΣΑ και ιδία επεξεργασία
Όπως προκύπτει από το Διάγραμμα 1, η «προς τα πίσω» συμμετοχή της ελληνικής οικονομίας στις ΠΑΑ έχει υπερ-διπλασιαστεί κατά την τελευταία 25ετία, καθώς έχει αυξηθεί από το 14,0% το έτος 1995 στο 36,3% το έτος 2020. Εξετάζοντας τα αντίστοιχα στοιχεία για όλες τις οικονομίες του κόσμου που καταγράφονται στη βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ, προκύπτει ότι η παραπάνω αύξηση της «προς τα πίσω» συμμετοχής της ελληνικής οικονομίας στις ΠΑΑ είναι η 4η υψηλότερη παγκοσμίως, υπολειπόμενη μόνον από αυτή που καταγράφουν οι οικονομίες του Βιετνάμ, του Λουξεμβούργου και της Κύπρου. Η «προς τα πίσω» συμμετοχή της ελληνικής οικονομίας στις ΠΑΑ δύναται να χαρακτηρισθεί ως σχετικά υψηλή, καθώς ο αντίστοιχος παγκόσμιος μέρος όρος κατά το έτος 2020 διαμορφώνεται στα επίπεδα του 24,5%.
Στο Διάγραμμα 2 αποτυπώνεται η εξέλιξη της λεγόμενης «προς τα μπρος» συμμετοχής της ελληνικής οικονομίας στις ΠΑΑ. Η «προς τα μπρος» συμμετοχή μιας εθνικής οικονομίας στις ΠΑΑ ορίζεται ως ο λόγος της ημεδαπής προστιθέμενης αξίας που είναι ενσωματωμένη στις εξαγωγές της αλλοδαπής προς την αξία των εξαγωγών της υπό εξέταση οικονομίας. Συνεπώς, πρόκειται για έναν δείκτη ο οποίος μας δείχνει το βαθμό στον οποίο ο εξαγωγικός τομέας μιας οικονομίας εξαρτάται από πωλήσεις εισροών στην αλλοδαπή.

Διάγραμμα 2: «Προς τα Μπρος» Συμμετοχή (%) της Ελλάδας στις Παγκόσμιες Αλυσίδες Αξίας, 1995-2020
Πηγή: ΟΟΣΑ και ιδία επεξεργασία
Όπως προκύπτει από το Διάγραμμα 2, η «προς τα μπρος» συμμετοχή της ελληνικής οικονομίας στις ΠΑΑ κατά την τελευταία 25ετία έχει κυμανθεί μεταξύ του 10,4% (1995) και του 19,3% (2011), ενώ το έτος 2020 έφτασε στο 18,2%, καταγράφοντας τη δεύτερη υψηλότερη τιμή κατά την υπό εξέταση περίοδο. Η «προς τα μπρος» συμμετοχή της ελληνικής οικονομίας στις ΠΑΑ, παρά τη σημαντική αύξηση που έχει καταγραφεί την τελευταία 25ετία, δύναται να χαρακτηρισθεί ως σχετικά χαμηλή, καθώς ο αντίστοιχος παγκόσμιος μέρος όρος κατά το έτος 2020 διαμορφώνεται στα επίπεδα του 20,0%.
Θα πρέπει να τονισθεί ότι οι παραπάνω δείκτες της «προς τα πίσω» και «προς τα μπρος» συμμετοχής της ελληνικής οικονομίας στις ΠΑΑ αποτυπώνει μόνον τη μία πλευρά της συμμετοχής στις ΠΑΑ και συγκεκριμένα το βαθμό εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από τις ΠΑΑ και όχι vice versa. Η πλήρης αποτύπωση της θέσης της ελληνικής οικονομίας στις ΠΑΑ απαιτεί και την εκτίμηση του βαθμού εξάρτησης των πωλήσεων και των αγορών εισροών των διάφορων εθνικών οικονομικών από την ελληνική οικονομία. Από την εξέταση των «προς τα πίσω» διασυνδέσεων των διάφορων εθνικών οικονομιών με την ελληνική οικονομία προκύπτει ότι τις υψηλότερες «προς τα πίσω» διασυνδέσεις με την ελληνική οικονομία κατά το έτος 2020 τις καταγράφει η Κύπρος με 1,9% (από 3,0% το 2008, όπου καταγράφηκε η μέγιστη σχετική τιμή του δείκτη), ενώ ακολουθούν η Βουλγαρία με 1,0% (από 1,4% το 2008), η Ρουμανία με 0,3% (από 0,4% το 2008) και η Μάλτα επίσης με 0,3% (από 0,6% το 2001). Ο παγκόσμιος μέσος όρος «προς τα πίσω» διασυνδέσεων με την ελληνική οικονομία το έτος 2020 ήταν στα επίπεδα του 0,1%, ενώ σε αντίστοιχα επίπεδα ήταν και το 1995. Όσον αφορά τις «προς τα μπρος» διασυνδέσεις με την ελληνική οικονομία για το έτος 2020, τους υψηλότερους δείκτες καταγράφουν το Καζακστάν (3,0%), η Αίγυπτος (1,2%) και η Ρωσία (0,8%), όπου καταγράφηκαν και οι υψηλότεροι δείκτες της περιόδου 1995-2020, ενώ ακολουθούν η Κύπρος με 0,7% (από 2,6% το 2008) και η Βουλγαρία με 0,6% (από 1,5% το 2002). Ο παγκόσμιος μέσος όρος «προς τα μπρος» διασυνδέσεων με την ελληνική οικονομία το έτος 2020 ήταν στα επίπεδα του 0,1%, ενώ το έτος 1995 ο αντίστοιχος δείκτης ήταν κάτω του 0,05%.
Συνεπώς, προκύπτει ότι η εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας για αγορές εισροών από την αλλοδαπή είναι αρκετά υψηλότερη από τον αντίστοιχο παγκόσμιο μέσο όρο, ενώ η αύξηση αυτής της εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας που έχει καταγραφεί κατά την τελευταία 25ετία είναι από τις σημαντικότερες παγκοσμίως. Περαιτέρω, η εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας για πωλήσεις εισροών προς την αλλοδαπή έχει επίσης καταγράψει σημαντική άνοδο αλλά παραμένει κάτω από τον παγκόσμιο μέσο όρο. Από την άλλη πλευρά, η εξάρτηση των υπόλοιπων οικονομιών από την ελληνική οικονομία για αγορές εισροών από την ελληνική οικονομία έχει, ως παγκόσμιος μέσος όρος, παραμείνει αμετάβλητη κατά την τελευταία 25ετία, έχοντας όμως καταγραφεί μείωση αυτής της εξάρτησης των οικονομιών που χαρακτηρίζονται με τις υψηλότερες «προς τα πίσω» διασυνδέσεις με την ελληνική οικονομία, όπως η Κύπρος, η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Μάλτα. Τέλος, η εξάρτηση των υπόλοιπων οικονομιών από την ελληνική οικονομία για την πώληση εισροών έχει καταγράψει οριακή άνοδο κατά την τελευταία 25ετία, φτάνοντας το 2020 σε αντίστοιχα επίπεδα με την εξάρτηση για αγορές εισροών από την ελληνική οικονομία.
Από τα παραπάνω, έπεται ότι ο ρόλος της ελληνικής οικονομίας στις ΠΑΑ είναι περισσότερο ως αγοραστής, παρά ως πωλητής, εισροών, ενώ η συμμετοχή της ελληνικής οικονομίας στις ΠΑΑ εμφανίζεται ως ανισομερής, έχοντας σημειώσει σημαντική αύξηση σε όρους εξάρτησης για πωλήσεις και, κυρίως, αγορές εισροών, χωρίς όμως να έχει καταγραφεί αντίστοιχη αύξηση της εξάρτησης της παγκόσμιας οικονομίας από την ελληνική οικονομία. Βεβαίως, ο χαμηλός δείκτης «προς τα μπρος» και «προς τα πίσω» διασύνδεσης (0,1%), στον οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω αντικατοπτρίζει και το σχετικά χαμηλό μέγεθος της ελληνικής οικονομίας. Για να πάρουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της συμμετοχής της ελληνικής οικονομίας στις ΠΑΑ, παρακάτω θα επικεντρωθούμε σε ορισμένους δείκτες, το ύψος των οποίων δεν εξαρτάται από το σχετικό μέγεθος της οικονομίας.
Στο Διάγραμμα 3 αποτυπώνεται η εξέλιξη της συμμετοχής της ημεδαπής προστιθέμενης αξίας στις εξαγωγές της ελληνικής οικονομίας κατά την περίοδο 1995-2020.

Διάγραμμα 3: Μερίδιο Ημεδαπής Προστιθεμένης Αξίας στις Εξαγωγές της Ελληνικής Οικονομίας, 1995-2020
Πηγή: ΟΟΣΑ και ιδία επεξεργασία
Όπως προκύπτει από το Διάγραμμα 3, η συμμετοχή της ημεδαπής προστιθέμενης αξίας στις εξαγωγές της ελληνικής οικονομίας κατά την τελευταία 25ετία έχει κυμανθεί μεταξύ του 85,7% (1995) και του 63,7% (2020), ακολουθώντας, με ελάχιστες εξαιρέσεις, συστηματικά πτωτική πορεία καθ’ όλη την υπό εξέταση περίοδο. Το επίπεδο της συμμετοχής της ημεδαπής προστιθέμενης αξίας στις εξαγωγές της ελληνικής οικονομίας δύναται να χαρακτηρισθεί ως σχετικά χαμηλό, καθώς ο αντίστοιχος παγκόσμιος μέρος όρος κατά το έτος 2020 διαμορφώνεται στα επίπεδα του 75,5%.
Όπως προκύπτει από το Διάγραμμα 4, αντίστοιχη, εάν και με μεγαλύτερες διακυμάνσεις, είναι και η εξέλιξη της συμμετοχής της ημεδαπής προστιθέμενης αξίας στη συνολική τελική ζήτηση της ελληνικής οικονομίας.

Διάγραμμα 4: Μερίδιο Ημεδαπής Προστιθεμένης Αξίας στη Συνολική Τελική Ζήτηση της Ελληνικής Οικονομίας, 1995-2020
Πηγή: ΟΟΣΑ και ιδία επεξεργασία
Η συμμετοχή της ημεδαπής προστιθέμενης αξίας στις εξαγωγές της ελληνικής οικονομίας κατά την τελευταία 25ετία έχει κυμανθεί μεταξύ του 81,2% (1995) και του 72,6% (2019), ενώ το έτος 2020 διαμορφώθηκε στα επίπεδα του 73,7%.
Στο Διάγραμμα 5 αποτυπώνεται η εξέλιξη του ύψους της ημεδαπής προστιθέμενης αξίας στην αλλοδαπή τελική ζήτηση, του ύψους της αλλοδαπής προστιθέμενης αξίας στην ημεδαπή τελική ζήτηση, καθώς και το αντίστοιχο ισοζύγιο διεθνών ανταλλαγών προστιθέμενης αξίας κατά την περίοδο 1995-2020.

Διάγραμμα 5: Ισοζύγιο Ανταλλαγών Προστιθέμενης Αξίας της Ελληνικής Οικονομίας (σε εκατομμύρια δολάρια), 1995-2020
Πηγή: ΟΟΣΑ και ιδία επεξεργασία
Όπως προκύπτει από το Διάγραμμα 5, το ισοζύγιο ανταλλαγών προστιθέμενης αξίας της ελληνικής οικονομίας κυμαίνεται μεταξύ -3.784,0 εκ. δολ. (2015) και -44.781,1 εκ. δολ. (2008) και είναι ελλειμματικό για όλη την υπό εξέταση περίοδο, ενώ το έτος 2020 καταγράφηκε έλλειμα ύψους 15.949,9 εκ. δολ..
Στο Διάγραμμα 6 αποτυπώνεται η εξέλιξη της συμμετοχής της ημεδαπής προστιθέμενης αξίας της ελληνικής οικονομίας στη συνολική τελική ζήτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωζώνης καθώς και στην παγκόσμια τελική ζήτηση κατά την περίοδο 1995-2020.

Διάγραμμα 6: Μερίδιο Προστιθεμένης Αξίας της Ελληνικής Οικονομίας στη Συνολική Τελική Ζήτηση, 1995-2020
Πηγή: ΟΟΣΑ και ιδία επεξεργασία
Όπως προκύπτει από το Διάγραμμα 6, η συμμετοχή της προστιθέμενης αξίας της ελληνικής οικονομίας στην τελική ζήτηση της ΕΕ κυμαίνεται μεταξύ 1,1% (2020) και 2,0% (2010), η συμμετοχή της προστιθέμενης αξίας της ελληνικής οικονομίας στην τελική ζήτηση της Ευρωζώνης κυμαίνεται μεταξύ 1,2% (2020) και 2,3% (2010), ενώ η συμμετοχή της προστιθέμενης αξίας της ελληνικής οικονομίας στην παγκόσμια τελική ζήτηση κυμαίνεται μεταξύ 0,2% (1995) και 0,5% (2010).
ΙΙΙ. Συμπεράσματα
Από την εξέταση της εξέλιξης της συμμετοχής της ελληνικής οικονομίας στις ΠΑΑ κατά την τελευταία 25ετία, η οποία καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης και εντός ΟΝΕ πορεία της οικονομίας, συμπεραίνουμε ότι συμμετοχή της Ελλάδας στις ΠΑΑ έχει αυξηθεί σημαντικά, ιδιαίτερα ως προς το βαθμό αγοράς εισροών από τη διεθνή αγορά. Ωστόσο, αυτή η αύξηση της συμμετοχής στις ΠΑΑ είναι ανισομερής, καθώς ενώ έχει αυξηθεί η εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας τόσο για την πώληση εισροών προς την αλλοδαπή όσο, ιδιαιτέρως, για την αγορά εισροών από την αλλοδαπή, δεν έχει σημειωθεί αντίστοιχη αύξηση της εξάρτησης της παγκόσμιας οικονομίας από την ελληνική οικονομία. Με άλλα λόγια, έχει αυξηθεί η εξάρτηση αλλά όχι η αλληλεξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από την παγκόσμια αγορά, γεγονός που συνιστά υποβάθμιση του ρόλου της ελληνικής οικονομίας στο διεθνές οικονομικό σύστημα. Αυτή η ανισομερής συμμετοχή της ελληνικής οικονομίας στις ΠΑΑ αναδεικνύεται και από τη συνεχώς μειούμενη συμμετοχή της ημεδαπής προστιθέμενης αξίας στην εγχώρια ζήτηση, το συστηματικά ελλειμματικό ισοζύγιο διεθνών ανταλλαγών προστιθέμενης αξίας και από την όλο και μειούμενη συμμετοχή της ημεδαπής προστιθέμενης αξίας στην τελική ζήτηση τόσο της παγκόσμιας όσο και της ευρωπαϊκής τελικής ζήτησης. Δεδομένων των, εντός της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, περιορισμών άσκησης εθνικά ανεξάρτητης οικονομικής πολιτικής, στους οποίους αναφερθήκαμε στην αρχή του παρόντος, δεν διαφαίνεται τρόπος αντιστροφής αυτής της πορείας υποβάθμισης του ρόλου της ελληνικής οικονομίας στις ΠΑΑ.
Γιώργος Σώκλης
Επίκουρος Καθηγητής
Πάντειον Πανεπιστήμιο
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.